- μονώδης
- μονώδης, -ῶδες (Α) [μόνος]μόνος, μεμονωμένος, μοναδικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονώδεις — μονώδης solitary masc/fem acc pl μονώδης solitary masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονωδῶς — μονώδης solitary adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… … Dictionary of Greek